- γυψόφιλο
- (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50-80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα ανώτερα είναι βραχύτερα και οξύληκτα. Ο καρπός τους είναι μονόχρωμη κάψα. Δύο είδη γ. καλλιεργούνται ως ανθοκομικά φυτά: η κομψή, ετήσια, που αναπτύσσεται σε όλα τα εδάφη και σπείρεται το φθινόπωρο σε σπορείο ή την άνοιξη κατευθείαν στον αγρό και η φοβοειδής πολυετής, που αναπτύσσεται σε όλα τα εδάφη και σε ηλιόλουστες θέσεις. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα την άνοιξη ή το φθινόπωρο και με διαχωρισμό της τούφας. Πλήρη παραγωγή ανθών έχει μετά το τρίτο έτος, ενώ μία ποικιλία έχει διπλά άνθη. Οι κομψές και ελαφρές ταξιανθίες τους (από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο) εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους ανθοπώλεις για το γαρνίρισμα των μπουκέτων, ενώ όταν αποξηρανθούν, συνθέτουν διακοσμητικά μπουκέτα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επτά αυτοφυή είδη: η επιτρίχεια έχει ροζ άνθη με κόκκινες ραβδώσεις και συναντάται σε αμμώδη, υγρά εδάφη της βόρειας Ελλάδας· η λακωνική είναιενδημικό είδος των υπαλπικών περιοχών του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου· η θεσσαλική είναι χνουδωτό, ποώδες, πολυετές φυτό με λευκά άνθη που βρίσκεται σε άγονες περιοχές της βόρειας Ελλάδας έως τη Θεσσαλία· η πολυγωνοειδής συναντάται σε όλη την Ελλάδα και έχει άνθη με λευκή στεφάνη, κόκκινη στη βάση της· το νάνο είναι νανώδες φυτό των αλπικών περιοχών με ροζ άνθη· τέλος, υπάρχουν ακόμα η υψηλότατη και η θαμνώδης. Το γ. ονομάζεται επίσης γυψόφιλος.
Dictionary of Greek. 2013.